- ἀναλάβῃ
- ἀναλαμβάνωtake upaor subj mp 2nd sgἀναλαμβάνωtake upaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναλαβή — η ανάληψη οικοδομικού ή άλλου έργου κατ’ αποκοπή, εργολαβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλαμβάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ἀναλάβηι — ἀναλάβῃ , ἀναλαμβάνω take up aor subj mp 2nd sg ἀναλάβῃ , ἀναλαμβάνω take up aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)